- ἐπελέγη
- ἐπί-λέγω 1layaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Αναστασία — I Όνομα αγίων γυναικών τηςΑνατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 1. Α. (και βασίλισσα). Ρωμαία ευγενής, η οποία μαζί με τη βασίλισσα επί Νέρωνα βοήθησε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στο έργο τους στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των… … Dictionary of Greek
Αντρόποφ, Γιούρι Βλαντιμίροβιτς — (Yuri Vladimirovich Andropov, 1914 – 1984). Σοβιετικός πολιτικός ηγέτης. Άρχισε την πολιτική σταδιοδρομία του ως στέλεχος της κομουνιστικής νεολαίας, στη δεκαετία 1930 40. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου δραστηριοποιήθηκε σε ανταρτικές… … Dictionary of Greek
Βίμαν, Καρλ — (Carl Wieman, Όρεγκον, ΗΠΑ 1951 –). Αμερικανός φυσικός. Έλαβε το διδακτορικό του στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ το 1987 και ονομάστηκε διδάκτορας επιστημών στο πανεπιστήμιο του Σικάγο το 1997. Από το 1987 είναι καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Γιαρουζέλσκι, Βόιτσεχ — (Wojchiech Jaruzelski, 1923 –). Πολωνός στρατιωτικός και πολιτικός. Άρχισε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία το 1943, οπότε κατατάχθηκε στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό. Το 1965 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού της Πολωνίας. Το 1947… … Dictionary of Greek
Δελχί — (ινδικά Dilli).Πόλη (9.817.439 κάτ. το 2001) της βόρειας Ινδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (1.483 τ. χλμ., 13.782.976 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Γιαμούνα (Τζούμνα), ενός από τους μεγαλύτερους… … Dictionary of Greek
Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… … Dictionary of Greek